-
1 виноград
виноград м 1) (растение ) το αμπέλι разведение \винограда η αμπελουργία, η αμπελοκομία 2) (ягоды ) το σταφύλι сбор \винограда ο τρύγος, ο τρυγετός* * *м1) ( растение) το αμπέλιразведе́ние виногра́да — η αμπελουργία, η αμπελοκομία
2) ( ягоды) το σταφύλιсбор виногра́да — ο τρύγος, ο τρυγετός
-
2 виноград
виноградм1. (растение) τό κλήμα, τό ἀμπελόκλημα, ἡ ἀμπελος:разведение \винограда ἡ ἀμπελουργία· дикий \виноград τό ἀγριό-κλημα·2. (ягоды) τό σταφύλι:сбор \винограда ὁ τρύγος· сборщик (сборщица) \винограда ὁ τρυγητής (ή τρυγήτρια)· ◊ зелен \виноградΙ δμφακες είσί!, δσα δέν φτάνει ἡ ἀλεποϋ τά κάνει κρεμαστάρια!. -
3 сбор
1. (собирание) το μάζεμα, η συγκέντρωση, η συλλογή 2. (урожая) η συγκομιδή, το μάζεμα 3. (налог) τα τέλ/ητα έξοδαοι δαπάνεςη επιβάρυνσηгербовый эк. - ο φόρος του χαρτοσήμουтаможенный - τελωνειακά -, ο τελωνειακός δασμός4. (встреча) η συγκέντρωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сбор
-
4 сбирание
-я ουδ.συγκέντρωση, μάζεμα της σοδειάς• συγκομιδή•сбирание винограда ο τρύγος.
-
5 сбор
-а (-у) α.1. μάζεμα, συγκομιδή•сбор хлопка, μάζεμα του βαμπακιού•
сбор винограда ο τρύγος, το τρύγημα•
сбор лекарстенных трав μάζεμα φαρμακευτικών χόρτων (βοτάνων).
2. συγκέντρωση• είσπραξη•сбор налогов είσπραξη φόρων.
|| σύναξη, συγκέντρωση• συνάθροιση•сбор на демонстрацию συγκέντρωση για τη διαδήλωση.
|| προσκλητήριο•сбор трубачи играют сбор οι σαλπιγκτές σημαίνουν προσκλητήριο.
3. πλθ. -ы (προ)ετοιμασίες (για αναχώρηση ταξίδι, δρόμο κ.τ.τ.).εκφρ.в -е – συγκεντρωμένοι, παρόντες. -
6 сбор
сборм1. τό μάζεμα, ἡ συλλογή / ὁ ἔρανος (пожертвований):\сбор подписей τό μάζεμα (или ἡ συλλογή) ὑπογραφών \сбор членских взносов ἡ είσπραξη τῶν συνδρομών τών μελών (οργάνωσης)·2. (урожая) ἡ συγκομιδή / ὁ τρυγητός, ὁ τρύγος (винограда):\сбор олив τό μάζεμα τής ἐλιᾶς·3. (налог) ἡ εἰσπραξη [-ις]:почтовый \сбор τά ταχυδρομικά τέλη· таможенный \сбор ὁ τελωνειακός δασμός· гербовый \сбор τέλη χαρτοσήμου·4. (встреча) ἡ συγκέντρωση [-ις], ἡ συνάντηση [-ις], ἡ συνάθροιση [-ις].· место \сбора ὁ τόπος τής συγκέντρωσης, τό μέρος τής συναθροίσεως· быть в \сборе είμαστε ὅλοι παρόντες, είμεθα ἐν ἀπαρτία·5. воен. τό προσκλη-τήριο[ν]·6. \сборы мн. (приготовления) οἱ προετοιμασίες, αί προετοιμασίαι, οἱ προπαρασκευές:долгие \сборы μακρόχρονες προετοιμασίες· ◊ в театре полный \сбор τό θέατρο εἶναι γεμάτο.